- μητρανοίκτης
- μητρ-ανοίκτης, ου, ὁ,A instrument for opening the womb, Hermes 38.282.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μητρανοίκτης — μητρανοίκτης, ὁ (Α) χειρουργικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούνταν για τη διάνοιξη τής μήτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. μήτρα (Ι) + ανοίκτης (< ανοίγω), πρβλ. θηρ ανοίκτης] … Dictionary of Greek